- συνεκσώζω
- Α1. συμβάλλω στη διάσωση ή στη διαφύλαξη κάποιου2. σώζω κάποιον μαζί μου («τὸ σῶμα ἡ ψυχὴ συνεκσῴζει», Αντιφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐκσῴζω «σώζω, διασώζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεκσῴζειν — συνεκσώζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκσώζειν — συνεκσώζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκσώσειν — συνεκσώζω fut inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξεσάωσε — συνεκσώζω aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξέσωσεν — συνεκσώζω aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκσώσας — συνεκσώσᾱς , συνεκσώζω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)